- τριβόλους
- τρίβολοςwater-chestnutmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вълчьць — ВЪЛЧЬЦ|Ь (14), А с. 1.Колючее растение: И сквозѣ тьрниѥ и влъчьцѣ проходѩштѩаго съблюсти не ˫азвьна. Изб 1076, 222 об.; тьрниѥ и вълчьць въздрастеть на неи. ЖФП XII, 28г; возрастити земли повелѣлъ ѥси терниѥ и волъчець СбЯр XIII, 155; терньѥ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
τέχνασμα — το, ΝΜΑ [τεχνάζω / ομαι] 1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού 2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.) αρχ. καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο… … Dictionary of Greek
τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek
τριβολώδης — ῶδες, Α [τρίβολος] γεμάτος τριβόλους … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek